- ντεφαιτισμός
- ο пораженчество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντεφαιτισμός — ο ηττοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. defaitisme < γαλλ. defaite «ήττα» < defaire «νικώ» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek